συριστικός

συριστικός
-ή, -ό Ν [συρίζω (Ι)]
1. αυτός που σφυρίζει
2. αυτός που παράγει ήχο όμοιο με σφύριγμα («το συριστικό σ»)
3. φρ. α) «συριστικά σύμφωνα»
γραμμ. τα σύμφωνα σ, ζ και ξ
β) «συριστικοί σημαντήρες»
ναυτ. σημαντήρες για την επισήμανση αβαθών, οι οποίοι εκπέμπουν συριγμούς για την ευκολότερη αναγνώριση τών επισημαινόμενων μερών.
επίρρ...
συριστικώς και συριστικά
Ν
με συριστικό τρόπο, σφυριχτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συριστικός — ή, ό 1.αυτός που σφυρίζει. 2. αυτός που ο ήχος του μοιάζει με σφύριγμα: Το σ είναι συριστικό σύμφωνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλίρροιζος — ἁλίρροιζος, ον (Α) αυτός που σφυρίζει, βουίζει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ῥοῖζος «συριστικός ήχος»] …   Dictionary of Greek

  • ροίβδος — ὁ, Α ορμητική κίνηση, συριστικός ήχος (α. «πτερῶν γὰρ ῥοῑβδος οὐκ ἄσημος ἦν», Σοφ. β. «ἀνέμου ῥοῑβδος καὶ ῥύμη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος πιθ. με ονοματοποιία από ρίζα *roi gw με επίθημα δος (πρβλ. κέλα δος, ἄρα δος), βλ.… …   Dictionary of Greek

  • σίξις — εως, ἡ, Α [σίζω] ο συριστικός ήχος που βγάζει καυτό μέταλλο όταν τοποθετηθεί στο νερό …   Dictionary of Greek

  • σιγμός — ο, ΝΑ [σίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σίζω, συριστικός ήχος, συριγμός («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν μικρόν, ὥσπερ αἱ χελῶναι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • σισμός — ὁ, Α [σίζω] σίξις*, συριστικός ήχος …   Dictionary of Greek

  • συνήχεια — ἡ, ΜΑ [συνηχῶ] συριστικός ήχος, σιγμός …   Dictionary of Greek

  • συριγματώδης — ες / συριγματώδης, ῶδες, ΝΑ [σύριγμα, ατος] όμοιος με σύριγμα, συριστικός (α. «συριγματώδης αναπνοή» β. «συριγματώδης ἦχος», Κάσσ.) …   Dictionary of Greek

  • συριγμός — και συρισμός, ο, ΝΜΑ [συρίζω] σφύριγμα αρχ. 1. το σύριγμα ως ένδειξη αποδοκιμασίας ή χλευασμού («ἡ... ἔκπωσις οὐ φέρει συριγμὸν οὐδὲ χλευασμόν», Πλούτ.) 2. ο ήχος που παράγεται από το σύρσιμο τών φιδιών στο έδαφος 3. ο συριστικός ήχος που… …   Dictionary of Greek

  • σφυρίχτρα — και σφυρίκτρα, η, Ν 1. όργανο που, με τη διοχέτευση μέσα σ αυτό ρεύματος αέρα, παράγεται συριστικός ήχος, σφύριγμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ο διαιτητής ομαδικών αθλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”